Μεγάλα Καλύβια
Greece /
Trikala /
Megala Kalivia /
World
/ Greece
/ Trikala
/ Megala Kalivia
, 0 χλμ από το κέντρο (Μεγάλα Καλύβια)
Waareld / Ελλάδα / Θεσσαλία
χωριό
Προσθήκη κατηγορίας

Μεγάλα Καλύβια
ο παραδοσιακός θερισμός-αλωνισμός
Στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων, όπως και σ' όλα τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου, ο θερισμός του σιταριού με το δρεπάνι κι ο αλωνισμός του με τη δοκάνη, ζει πλέον ως ανάμνηση στη σκέψη των σημερινών, ηλικιωμένων κυρίως, αγροτών.
Τα πράγματα έχουν μεταβληθεί ριζικά, αφού οι νέοι αγρότες έχουν στη διάθεσή τους πλέον σύγχρονα μηχανήματα για την καλλιέργεια της γης.
Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που το δρεπάνι αντικαταστάθηκε από τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Αυτό έγινε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Ο θερισμός-αλωνισμός του σιταριού ήταν μια επίπονη διαδικασία, που διαρκούσε από τα μέσα Ιουνίου έως και τον Δεκαπενταύγουστο περίπου. Για τον λόγο αυτό οι μήνες Ιούνιος και Ιούλιος ονομάστηκαν "Θεριστής" και "Αλωνάρης" αντίστοιχα. Συμμετείχαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας, από τα παιδιά δώδεκα - δεκατριών ετών μέχρι και τους γέροντες εξηνταπέντε ετών.
Και ήταν μεγάλες και πολυπληθείς οι οικογένειες εκείνη την εποχή, αφού ζούσαν μαζί οι γονείς, τα αδέλφια τους, οι γιοι με τις συζύγους τους (νύφες) και πολλά παιδιά.
Συνήθως έμενε πίσω η ηλικιωμένη μάνα ή κάποια άλλη γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού (ζύμωμα, μαγείρεμα, πλύσιμο) και για να προσέχει τα μικρότερα παιδιά. Οι Καραγκούνες έπαιρναν στο χωράφι μαζί τους τα μωρά, που ακόμα θήλαζαν, μέσα στο δισάκι (τσάκι) κρεμώντας το από την πλάτη. Στο χωράφι, κι ενόσω θέριζαν, τα άφηναν στη σκιά και μέσα στην κούνια (σαρμανίτσα).
Ξεκινούσε έτσι η κάθε φαμελιά στα μέσα Ιουνίου να θερίσει περίπου πενήντα-εξήντα στρέμματα.
Να σημειωθεί ότι οι Μεγαλοκαλυβιώτες έσπερναν το σιτάρι όλοι μαζί στον ίδιο χώρο (λ.χ. δυτική και νοτιοδυτική πλευρά του χωριού). Αυτό γινόταν για να τελειώσουν ταυτόχρονα τον θερισμό και να αφήσουν κατόπιν ελεύθερα τα ζώα για βοσκή στις καλαμιές, σ' έναν απέραντο, ενιαίο χώρο.
Στην άλλη πλευρά του χωριού (βορειοανατολική και ανατολική) έσπερναν τα καλαμπόκια. Την επόμενη χρονιά οι καλλιέργειες γίνονταν αντίστροφα. Ο θερισμός άρχιζε περίπου στις έξι η ώρα το πρωί. Γυναίκες και άντρες άρχιζαν από την ίδια πλευρά του χωραφιού, παίρνοντας μπροστά τους έναν "όργο", δηλαδή μια συγκεκριμένη έκταση, όση έφταναν τα χέρια τους.
Έπιαναν με το ένα χέρι μερικά στάχυα, δυο παλάμες περίπου από τη γη, και κρατώντας το δρεπάνι στο άλλο τα έκοβαν. Η ποσότητα αυτή λεγόταν "χερόβολο", όσα στάχυα δηλαδή κρατούσε το χέρι. Με καμιά δεκαριά χερόβολα σχηματιζόταν η χεριά. Τέσσερις χεριές αποτελούσαν το δεμάτι.
Για να δέσουν τα δεμάτια χρησιμοποιούσαν στάχυα με τα οποία τα έδεναν νωρίς το πρωί, όταν ήταν υγρά και μαλακά για να μην κόβονται. Κάθε τόσο ράντιζαν με νερό τα δεμάτια για να μαλακώνουν και να "στρώνουν". Αυτή η δουλειά ήταν των ανδρών, που στη συνέχεια τοποθετούσαν τα δεμάτια ανά τρία φτιάχνοντας τις "τριαριές", τις οποίες πάλι τις έβαζαν σε τάξη, στοιχισμένες η μια πίσω από την άλλη και σε παράλληλες σειρές.
Ο θερισμός συνεχιζόταν μέχρι τις δέκα το πρωί, οπότε και οι θεριστάδες σταματούσαν να πάρουν μια ανάσα και να φάνε λίγο κολατσιό, που αποτελούνταν συνήθως από ψωμί, τυρί, ελιές, κρεμμύδια και αυγά. Κατόπιν συνέχιζαν το έργο τους, που γινόταν όλο και πιο δύσκολο: είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από την κούραση, που προκαλούσε το συνεχές σκύψιμο, και μια αβάσταχτη ζέστη, που γινόταν ανυπόφορη όσο ο ήλιος ανέβαινε πιο ψηλά.
Οι γυναίκες ιδιαίτερα που ήταν ντυμένες βαριά-με την πλήρη καραγκούνικη ενδυμασία-υπέφεραν περισσότερο. "Σιγόβραζαν" κατάματα στον ήλιο. Για να προστατευθούν φορούσαν άσπρο μαντήλι. Φορούσαν επίσης χοντρές μάλλινες κάλτσες μέχρι τα γόνατα για να προφυλάσσονται από τα "τσιμπήματα" και τις μικρές πληγές, που προκαλούσαν οι καλαμιές, αλλά και τα αγκάθια με τους βάτους, που ήταν διάσπαρτα στο χωράφι. Για παπούτσια είχαν τα γουρνοτσάρουχα.
Η κούραση όμως και η ταλαιπωρία δεν έκαναν τους Μεγαλοκαλυβιώτες να χάσουν το κέφι τους. Έλεγαν διάφορα αυτοσχέδια τραγούδια σχετικά με τον θερισμό. Επίσης, έλεγαν πολλά ανέκδοτα και "σούμια" (περιπαικτικά σχόλια) προσομοιάζοντας κάποιον με κάτι άλλο.
Το μεσημέρι κατά τις δύο η ώρα σταματούσαν πάλι για να ξαποστάσουν, Αν δεν υπήρχε δέντρο για να καθήσουν στη σκιά του, έφτιαχναν ένα πρόχειρο κατασκεύασμα με τον απαδότη (διχαλωτή αξίνα) μπηγμένο στο χώμα και δίπλα στο κάρο, με δύο καλάμια επιπλέον μπηγμένα δεξιά κι αριστερά του απαδότη. Άπλωναν και το σάϊασμα (ασπρόμαυρο υφαντό), που η μια πλευρά του ήταν δεμένη στον απαδότη και η άλλη στο κάρο. Στη συνέχεια απολάμβαναν τη σκορδάρη, ένα δροσιστικό φαγητό αποτελούμενο από νερό, λάδι, σκόρδο, ψωμί, ξύδι, αλάτι, που τους βοηθούσε ν' αντιμετωπίσουν τη μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού και να ρίξουν την πίεση του αίματος, όπως πίστευαν.
Εξακολουθούσαν να θερίζουν μέχρι το σουρούπωμα, οπότε επέστρεφαν στο σπίτι όπου τους περίμεναν κι άλλες δουλειές. Κάποιες φορές όμως τύχαινε να παραμείνουν και να κοιμηθούν στα χωράφια, ώστε να κερδίζουν χρόνο για την επόμενη κοπιαστική μέρα.
Ο θερισμός διαρκούσε ένα μήνα περίπου, μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Οι Μεγαλοκαλυβιώτες μόλις τελείωναν τον θερισμό, άφηναν πάντα ένα μικρό μέρος του χωραφιού αθέριστο. Ήταν μαγιά, όπως έλεγαν, για τη σοδειά της επόμενης χρονιάς. Στο τέλος μάλιστα οι θεριστάδες πετούσαv μπροστά το δρεπάνι τους. Αν τύχαινε να πέσει κάτω με τη "μύτη" και να καρφωθεί στη γη, αυτό ήταν καλό σημάδι: το χωράφι και του χρόνου θα έκανε πλούσια σοδειά.
Αφού τελείωνε και η τελευταία φαμελιά τον θερισμό, άρχιζαν όλοι ταυτόχρονα να κουβαλούν (κουβάλος) τα δεμάτια στα αλώνια στην περιφέρεια (κοινόχρηστος χώρος και βοσκότοπος) του χωριού.
Ο "κουβάλος" γινόταν με τα κάρα, που τα έσερναν άλογα ή βόδια στο αλώνι της καθεμιάς οικογένειας. Το αλώνι θεωρούνταν αυστηρά ιδιωτικός χώρος και δεν μπορούσε κάποιος να μετακινήσει τη θέση του επιλέγοντας άλλη τοποθεσία, όπου βρισκόταν ενδεχομένως τα αλώνια των συγχωριανών του. Υπήρχε ένας άγραφος κώδικας τιμής, που τηρούνταν απαρέγκλιτα κάθε χρόνο.
Ο αλωνισμός βαστούσε άλλον έναν μήνα. Για να αντιμετωπίσουν πάλι τη ζέστη έφτιαχναν τα τσαρδάκια, που τα σκέπαζαν με αγριόχορτα, δίπλα στα αλώνια. Με την ολοκλήρωση του "κουβάλου" οι άνδρες άρχιζαν να φτιάχνουν τις θημωνιές. Έβαζαν στην αρχή τα δεμάτια το ένα δίπλα στο άλλο και σε κυκλικό σχήμα. Τα στάχυα "έβλεπαν" προς το εσωτερικό του σχηματιζόμενου κύκλου και τα κοτσάνια τους έβγαιναν προς τα έξω. "Έκτιζαν" τη θημωνιά σιγά-σιγά στο ύψος που ήθελαν, συσσωρεύοντας τα δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο. Η κορυφή της θημωνιάς έμοιαζε με κώνο κι ήταν φτιαγμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όταν έβρεχε να μην μουσκεύουν τα στάχυα και να διατηρούνται στεγνά.
Τις θημωνιές τις έφτιαχναν και γι' άλλους λόγους: για τον διαχωρισμό των ποικιλιών του σιταριού (μαλακό-σκληρό) και για να εξοικονομούν χώρο.
Στο τέλος έβαζαν μέσα στη θημωνιά ένα κομμάτι σίδερο για να διώχνει τα κακά πνεύματα και να προστατεύει το σιτάρι από το "μάτιασμα".
Αφού καθάριζαν και τον χώρο του αλωνιού από τα αγκάθια, ξεκινούσαν τη διαδικασία του αλωνισμού. Έκοβαν κι έστρωναν τα δεμάτια πάλι σε σχήμα κύκλου με διάμετρο είκοσι μέτρα περίπου.
Κατόπιν έβαζαν το ζευγάρι των ζώων (άλογα ή βόδια) να πατήσουν τα σκόρπια στάχυα, ώστε να "στρώσουν" και να γίνουν ένα ομαλό στρώμα. Έπειτα έζευαν το ζευγάρι στη δοκάνη την οποία έσερναν τα ζώα πίσω τους καθώς γύριζαν συνεχώς κυκλικά στο αλώνι. Ένας άνδρας ανεβασμένος στη δοκάνη καθοδηγούσε την πορεία των ζώων κρατώντας τα λουριά.
Η δοκάνη αποτελούνταν από δύο πλάκες ξύλου παραλληλόγραμμες και ενωμένες μεταξύ τους. Το εμβαδόν της συνολικά ήταν δύο-τρία τετραγωνικά μέτρα. Στην κάτω πλευρά της υπήρχαν προσαρμοσμένες μεταλλικές προεξοχές που έκοβαν τα στάχυα, όταν σέρνονταν η δοκάνη. Όταν το στρώμα με τα στάχυα γινόταν κάπως χαμηλό ανέβαιναν πάνω στη δοκάνη ένα τσούρμο παιδιά για να γίνει βαρύτερη άρα και να κόβει καλύτερα τα στάχυα.
Ο αλωνισμός του κάθε στρώματος κρατούσε μια ολόκληρη μέρα -εννιά το πρωί μέχρι τις εφτά το βράδυ- ή και παραπάνω ανάλογα με την ποικιλία του σιταριού. Όταν οι σπόροι είχαν ελευθερωθεί πλέον από τα στάχυα, οι Μεγαλοκαλυβιώτες συγκέντρωναν το στρώμα του αλωνιού σε μακρόστενο σωρό (λαμνί) με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση.
Χρησιμοποιούσαν γι' αυτό τον σύρτη (παραλληλόγραμμο σανίδι 2 Χ 0,7 μέτρα), που τον τραβούσαν με χοντρές αλυσίδες τα ζώα. Τα υπολείμματα του στρώματος τα μάζευαν με την παπαδίτσα και ξύλινα φτυάρια.
Περίμεναν να φυσήξει λίγο βοριαδάκι για να αρχίσουν το λίχνισμα, να ξεχωρίσουν δηλαδή τον καρπό του σιταριού από τα άχυρα (τσιαλιά). Αυτό γινόταν νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, όταν φυσούσε.
Τρία-τέσσερα άτομα, το ένα δίπλα στο άλλο, στέκονταν μπροστά στο λαμνί και σήκωναν το στρώμα δύο μέτρα ψηλά με το καρπολόι. Το λίχνισμα κρατούσε τρεις ώρες περίπου.
Συνήθως δεν επιτυγχάνονταν ο απόλυτος διαχωρισμός των σπόρων από το άχυρο κι έτσι χρησιμοποιούσαν τη δερμόνα (μεγάλο κόσκινο) για να καθαρίσουν το σιτάρι. Μετά το δερμόνισμα έβαζαν το καθαρό σιτάρι πλέον μέσα σε τσουβάλια, αφού μετρούσαν την ποσότητά του με το κουβέλι - στρογγυλό ξύλινο δοχείο με λαβές στις δύο άκρες, χωρητικότητας δεκαπέντε κιλών περίπου. Κουβαλούσαν τα τσουβάλια με τα κάρα στα σπίτια, όπου και τα άδειαζαν στα αμπάρια και τις κοφίνες, που τα είχαν στο "τρανό" (μεγάλο δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού). Τις κοφίνες τις σφράγιζαν με σκλήδα (είδος χόρτου) και λάσπη, που την παλάμιζαν για να προστατεύουν το σιτάρι από τους ποντικούς και που ισοδυναμούν με 28 κιλά περίπου. Τελευταία δουλειά ήταν να μαζέψουν τα άχυρα από το αλώνι, να τα φορτώσουν στο καλαμωτό και να τα μεταφέρουν στο σπίτι. Το καλαμωτό το φτιάχναν πάνω στο κάρο. Έκαναν πιο ψηλά τα τοιχώματα του κάρου βάζοντας λαμαρίνες ή τσίγκους και έφραζαν τις ανοιχτές πλευρές μπρος-πίσω, με αυτοσχέδιες πόρτες ή κουβέρτες.
Με το καλαμωτό, γύρω στον Δεκαπενταύγουστο, οι Μεγαλοκαλυβιώτες ολοκλήρωναν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού-αλωνισμού. Βέβαια οι δουλειές του καλοκαιριού δεν σταματούσαν εκεί. Είχαν να μαζέψουν ακόμη ρόβια, λαθίρια, ρεβίθια, σουσάμι όπως και να πάνε για ξύλα στο λόγγο.
Η ταλαιπωρία τους συνεχιζόταν. Αλλά είχαν εξασφαλίσει πλέον το ψωμί της χρονιάς. Οι νοικοκυρές χαρούμενες θα μπορούσαν να ζυμώσουν τις μπουγάτσες για τις πολυμελείς φαμελιές τους.
ο παραδοσιακός θερισμός-αλωνισμός
Στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων, όπως και σ' όλα τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου, ο θερισμός του σιταριού με το δρεπάνι κι ο αλωνισμός του με τη δοκάνη, ζει πλέον ως ανάμνηση στη σκέψη των σημερινών, ηλικιωμένων κυρίως, αγροτών.
Τα πράγματα έχουν μεταβληθεί ριζικά, αφού οι νέοι αγρότες έχουν στη διάθεσή τους πλέον σύγχρονα μηχανήματα για την καλλιέργεια της γης.
Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που το δρεπάνι αντικαταστάθηκε από τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Αυτό έγινε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Ο θερισμός-αλωνισμός του σιταριού ήταν μια επίπονη διαδικασία, που διαρκούσε από τα μέσα Ιουνίου έως και τον Δεκαπενταύγουστο περίπου. Για τον λόγο αυτό οι μήνες Ιούνιος και Ιούλιος ονομάστηκαν "Θεριστής" και "Αλωνάρης" αντίστοιχα. Συμμετείχαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας, από τα παιδιά δώδεκα - δεκατριών ετών μέχρι και τους γέροντες εξηνταπέντε ετών.
Και ήταν μεγάλες και πολυπληθείς οι οικογένειες εκείνη την εποχή, αφού ζούσαν μαζί οι γονείς, τα αδέλφια τους, οι γιοι με τις συζύγους τους (νύφες) και πολλά παιδιά.
Συνήθως έμενε πίσω η ηλικιωμένη μάνα ή κάποια άλλη γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού (ζύμωμα, μαγείρεμα, πλύσιμο) και για να προσέχει τα μικρότερα παιδιά. Οι Καραγκούνες έπαιρναν στο χωράφι μαζί τους τα μωρά, που ακόμα θήλαζαν, μέσα στο δισάκι (τσάκι) κρεμώντας το από την πλάτη. Στο χωράφι, κι ενόσω θέριζαν, τα άφηναν στη σκιά και μέσα στην κούνια (σαρμανίτσα).
Ξεκινούσε έτσι η κάθε φαμελιά στα μέσα Ιουνίου να θερίσει περίπου πενήντα-εξήντα στρέμματα.
Να σημειωθεί ότι οι Μεγαλοκαλυβιώτες έσπερναν το σιτάρι όλοι μαζί στον ίδιο χώρο (λ.χ. δυτική και νοτιοδυτική πλευρά του χωριού). Αυτό γινόταν για να τελειώσουν ταυτόχρονα τον θερισμό και να αφήσουν κατόπιν ελεύθερα τα ζώα για βοσκή στις καλαμιές, σ' έναν απέραντο, ενιαίο χώρο.
Στην άλλη πλευρά του χωριού (βορειοανατολική και ανατολική) έσπερναν τα καλαμπόκια. Την επόμενη χρονιά οι καλλιέργειες γίνονταν αντίστροφα. Ο θερισμός άρχιζε περίπου στις έξι η ώρα το πρωί. Γυναίκες και άντρες άρχιζαν από την ίδια πλευρά του χωραφιού, παίρνοντας μπροστά τους έναν "όργο", δηλαδή μια συγκεκριμένη έκταση, όση έφταναν τα χέρια τους.
Έπιαναν με το ένα χέρι μερικά στάχυα, δυο παλάμες περίπου από τη γη, και κρατώντας το δρεπάνι στο άλλο τα έκοβαν. Η ποσότητα αυτή λεγόταν "χερόβολο", όσα στάχυα δηλαδή κρατούσε το χέρι. Με καμιά δεκαριά χερόβολα σχηματιζόταν η χεριά. Τέσσερις χεριές αποτελούσαν το δεμάτι.
Για να δέσουν τα δεμάτια χρησιμοποιούσαν στάχυα με τα οποία τα έδεναν νωρίς το πρωί, όταν ήταν υγρά και μαλακά για να μην κόβονται. Κάθε τόσο ράντιζαν με νερό τα δεμάτια για να μαλακώνουν και να "στρώνουν". Αυτή η δουλειά ήταν των ανδρών, που στη συνέχεια τοποθετούσαν τα δεμάτια ανά τρία φτιάχνοντας τις "τριαριές", τις οποίες πάλι τις έβαζαν σε τάξη, στοιχισμένες η μια πίσω από την άλλη και σε παράλληλες σειρές.
Ο θερισμός συνεχιζόταν μέχρι τις δέκα το πρωί, οπότε και οι θεριστάδες σταματούσαν να πάρουν μια ανάσα και να φάνε λίγο κολατσιό, που αποτελούνταν συνήθως από ψωμί, τυρί, ελιές, κρεμμύδια και αυγά. Κατόπιν συνέχιζαν το έργο τους, που γινόταν όλο και πιο δύσκολο: είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από την κούραση, που προκαλούσε το συνεχές σκύψιμο, και μια αβάσταχτη ζέστη, που γινόταν ανυπόφορη όσο ο ήλιος ανέβαινε πιο ψηλά.
Οι γυναίκες ιδιαίτερα που ήταν ντυμένες βαριά-με την πλήρη καραγκούνικη ενδυμασία-υπέφεραν περισσότερο. "Σιγόβραζαν" κατάματα στον ήλιο. Για να προστατευθούν φορούσαν άσπρο μαντήλι. Φορούσαν επίσης χοντρές μάλλινες κάλτσες μέχρι τα γόνατα για να προφυλάσσονται από τα "τσιμπήματα" και τις μικρές πληγές, που προκαλούσαν οι καλαμιές, αλλά και τα αγκάθια με τους βάτους, που ήταν διάσπαρτα στο χωράφι. Για παπούτσια είχαν τα γουρνοτσάρουχα.
Η κούραση όμως και η ταλαιπωρία δεν έκαναν τους Μεγαλοκαλυβιώτες να χάσουν το κέφι τους. Έλεγαν διάφορα αυτοσχέδια τραγούδια σχετικά με τον θερισμό. Επίσης, έλεγαν πολλά ανέκδοτα και "σούμια" (περιπαικτικά σχόλια) προσομοιάζοντας κάποιον με κάτι άλλο.
Το μεσημέρι κατά τις δύο η ώρα σταματούσαν πάλι για να ξαποστάσουν, Αν δεν υπήρχε δέντρο για να καθήσουν στη σκιά του, έφτιαχναν ένα πρόχειρο κατασκεύασμα με τον απαδότη (διχαλωτή αξίνα) μπηγμένο στο χώμα και δίπλα στο κάρο, με δύο καλάμια επιπλέον μπηγμένα δεξιά κι αριστερά του απαδότη. Άπλωναν και το σάϊασμα (ασπρόμαυρο υφαντό), που η μια πλευρά του ήταν δεμένη στον απαδότη και η άλλη στο κάρο. Στη συνέχεια απολάμβαναν τη σκορδάρη, ένα δροσιστικό φαγητό αποτελούμενο από νερό, λάδι, σκόρδο, ψωμί, ξύδι, αλάτι, που τους βοηθούσε ν' αντιμετωπίσουν τη μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού και να ρίξουν την πίεση του αίματος, όπως πίστευαν.
Εξακολουθούσαν να θερίζουν μέχρι το σουρούπωμα, οπότε επέστρεφαν στο σπίτι όπου τους περίμεναν κι άλλες δουλειές. Κάποιες φορές όμως τύχαινε να παραμείνουν και να κοιμηθούν στα χωράφια, ώστε να κερδίζουν χρόνο για την επόμενη κοπιαστική μέρα.
Ο θερισμός διαρκούσε ένα μήνα περίπου, μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Οι Μεγαλοκαλυβιώτες μόλις τελείωναν τον θερισμό, άφηναν πάντα ένα μικρό μέρος του χωραφιού αθέριστο. Ήταν μαγιά, όπως έλεγαν, για τη σοδειά της επόμενης χρονιάς. Στο τέλος μάλιστα οι θεριστάδες πετούσαv μπροστά το δρεπάνι τους. Αν τύχαινε να πέσει κάτω με τη "μύτη" και να καρφωθεί στη γη, αυτό ήταν καλό σημάδι: το χωράφι και του χρόνου θα έκανε πλούσια σοδειά.
Αφού τελείωνε και η τελευταία φαμελιά τον θερισμό, άρχιζαν όλοι ταυτόχρονα να κουβαλούν (κουβάλος) τα δεμάτια στα αλώνια στην περιφέρεια (κοινόχρηστος χώρος και βοσκότοπος) του χωριού.
Ο "κουβάλος" γινόταν με τα κάρα, που τα έσερναν άλογα ή βόδια στο αλώνι της καθεμιάς οικογένειας. Το αλώνι θεωρούνταν αυστηρά ιδιωτικός χώρος και δεν μπορούσε κάποιος να μετακινήσει τη θέση του επιλέγοντας άλλη τοποθεσία, όπου βρισκόταν ενδεχομένως τα αλώνια των συγχωριανών του. Υπήρχε ένας άγραφος κώδικας τιμής, που τηρούνταν απαρέγκλιτα κάθε χρόνο.
Ο αλωνισμός βαστούσε άλλον έναν μήνα. Για να αντιμετωπίσουν πάλι τη ζέστη έφτιαχναν τα τσαρδάκια, που τα σκέπαζαν με αγριόχορτα, δίπλα στα αλώνια. Με την ολοκλήρωση του "κουβάλου" οι άνδρες άρχιζαν να φτιάχνουν τις θημωνιές. Έβαζαν στην αρχή τα δεμάτια το ένα δίπλα στο άλλο και σε κυκλικό σχήμα. Τα στάχυα "έβλεπαν" προς το εσωτερικό του σχηματιζόμενου κύκλου και τα κοτσάνια τους έβγαιναν προς τα έξω. "Έκτιζαν" τη θημωνιά σιγά-σιγά στο ύψος που ήθελαν, συσσωρεύοντας τα δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο. Η κορυφή της θημωνιάς έμοιαζε με κώνο κι ήταν φτιαγμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όταν έβρεχε να μην μουσκεύουν τα στάχυα και να διατηρούνται στεγνά.
Τις θημωνιές τις έφτιαχναν και γι' άλλους λόγους: για τον διαχωρισμό των ποικιλιών του σιταριού (μαλακό-σκληρό) και για να εξοικονομούν χώρο.
Στο τέλος έβαζαν μέσα στη θημωνιά ένα κομμάτι σίδερο για να διώχνει τα κακά πνεύματα και να προστατεύει το σιτάρι από το "μάτιασμα".
Αφού καθάριζαν και τον χώρο του αλωνιού από τα αγκάθια, ξεκινούσαν τη διαδικασία του αλωνισμού. Έκοβαν κι έστρωναν τα δεμάτια πάλι σε σχήμα κύκλου με διάμετρο είκοσι μέτρα περίπου.
Κατόπιν έβαζαν το ζευγάρι των ζώων (άλογα ή βόδια) να πατήσουν τα σκόρπια στάχυα, ώστε να "στρώσουν" και να γίνουν ένα ομαλό στρώμα. Έπειτα έζευαν το ζευγάρι στη δοκάνη την οποία έσερναν τα ζώα πίσω τους καθώς γύριζαν συνεχώς κυκλικά στο αλώνι. Ένας άνδρας ανεβασμένος στη δοκάνη καθοδηγούσε την πορεία των ζώων κρατώντας τα λουριά.
Η δοκάνη αποτελούνταν από δύο πλάκες ξύλου παραλληλόγραμμες και ενωμένες μεταξύ τους. Το εμβαδόν της συνολικά ήταν δύο-τρία τετραγωνικά μέτρα. Στην κάτω πλευρά της υπήρχαν προσαρμοσμένες μεταλλικές προεξοχές που έκοβαν τα στάχυα, όταν σέρνονταν η δοκάνη. Όταν το στρώμα με τα στάχυα γινόταν κάπως χαμηλό ανέβαιναν πάνω στη δοκάνη ένα τσούρμο παιδιά για να γίνει βαρύτερη άρα και να κόβει καλύτερα τα στάχυα.
Ο αλωνισμός του κάθε στρώματος κρατούσε μια ολόκληρη μέρα -εννιά το πρωί μέχρι τις εφτά το βράδυ- ή και παραπάνω ανάλογα με την ποικιλία του σιταριού. Όταν οι σπόροι είχαν ελευθερωθεί πλέον από τα στάχυα, οι Μεγαλοκαλυβιώτες συγκέντρωναν το στρώμα του αλωνιού σε μακρόστενο σωρό (λαμνί) με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση.
Χρησιμοποιούσαν γι' αυτό τον σύρτη (παραλληλόγραμμο σανίδι 2 Χ 0,7 μέτρα), που τον τραβούσαν με χοντρές αλυσίδες τα ζώα. Τα υπολείμματα του στρώματος τα μάζευαν με την παπαδίτσα και ξύλινα φτυάρια.
Περίμεναν να φυσήξει λίγο βοριαδάκι για να αρχίσουν το λίχνισμα, να ξεχωρίσουν δηλαδή τον καρπό του σιταριού από τα άχυρα (τσιαλιά). Αυτό γινόταν νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, όταν φυσούσε.
Τρία-τέσσερα άτομα, το ένα δίπλα στο άλλο, στέκονταν μπροστά στο λαμνί και σήκωναν το στρώμα δύο μέτρα ψηλά με το καρπολόι. Το λίχνισμα κρατούσε τρεις ώρες περίπου.
Συνήθως δεν επιτυγχάνονταν ο απόλυτος διαχωρισμός των σπόρων από το άχυρο κι έτσι χρησιμοποιούσαν τη δερμόνα (μεγάλο κόσκινο) για να καθαρίσουν το σιτάρι. Μετά το δερμόνισμα έβαζαν το καθαρό σιτάρι πλέον μέσα σε τσουβάλια, αφού μετρούσαν την ποσότητά του με το κουβέλι - στρογγυλό ξύλινο δοχείο με λαβές στις δύο άκρες, χωρητικότητας δεκαπέντε κιλών περίπου. Κουβαλούσαν τα τσουβάλια με τα κάρα στα σπίτια, όπου και τα άδειαζαν στα αμπάρια και τις κοφίνες, που τα είχαν στο "τρανό" (μεγάλο δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού). Τις κοφίνες τις σφράγιζαν με σκλήδα (είδος χόρτου) και λάσπη, που την παλάμιζαν για να προστατεύουν το σιτάρι από τους ποντικούς και που ισοδυναμούν με 28 κιλά περίπου. Τελευταία δουλειά ήταν να μαζέψουν τα άχυρα από το αλώνι, να τα φορτώσουν στο καλαμωτό και να τα μεταφέρουν στο σπίτι. Το καλαμωτό το φτιάχναν πάνω στο κάρο. Έκαναν πιο ψηλά τα τοιχώματα του κάρου βάζοντας λαμαρίνες ή τσίγκους και έφραζαν τις ανοιχτές πλευρές μπρος-πίσω, με αυτοσχέδιες πόρτες ή κουβέρτες.
Με το καλαμωτό, γύρω στον Δεκαπενταύγουστο, οι Μεγαλοκαλυβιώτες ολοκλήρωναν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού-αλωνισμού. Βέβαια οι δουλειές του καλοκαιριού δεν σταματούσαν εκεί. Είχαν να μαζέψουν ακόμη ρόβια, λαθίρια, ρεβίθια, σουσάμι όπως και να πάνε για ξύλα στο λόγγο.
Η ταλαιπωρία τους συνεχιζόταν. Αλλά είχαν εξασφαλίσει πλέον το ψωμί της χρονιάς. Οι νοικοκυρές χαρούμενες θα μπορούσαν να ζυμώσουν τις μπουγάτσες για τις πολυμελείς φαμελιές τους.
Κοντινές πόλεις:
Συντεταγμένες: 39°29'56"N 21°47'16"E
- Μαγουλίτσα 6.8 χλμ
- Πηγή 8.4 χλμ
- Φήκη 12 χλμ
- Μεγάλο Κεφαλόβρυσο 12 χλμ
- Ράξα 14 χλμ
- Βασιλική 18 χλμ
- Βατσουνιά 21 χλμ
- Στουρναραίικα 27 χλμ
- Αθαμάνιο 52 χλμ
- Κυψέλη 60 χλμ
- Αρχαίοι Γόμφοι 11 χλμ
- Δήμος Μουζακίου 11 χλμ
- Αρχαία Ιθώμη 11 χλμ
- Μαγουλα 13 χλμ
- Δάσος Καραισκάκη 13 χλμ
- Τοπική κοινότητα Μορφοβουνίου 17 χλμ
- Περιφερειακή ενότητα Τρικάλων 17 χλμ
- Τοπική κοινότητα Κερασέας 19 χλμ
- Περιφερειακή ενότητα Καρδίτσας 23 χλμ
- Σήραγγα εκτροπής Αχελώου 27 χλμ