Νέα Βύσσα Έβρου | χωριό

Greece / Evros / Nea Vissa /
 Ανέβασμα φωτογραφίας

Νέα Βύσσα είναι πεδινή, εύφορη κωμόπολη που βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού Έβρου, 12 χιλιόμετρα βόρεια της Ορεστιάδας και βρέχεται από τον Έβρο ποταμό. Η Νέα Βύσσα είναι η βορειότερη κωμόπολη της Ελλάδας. Ο λαός και το όνομά της προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τον πανάρχαιο πολεμικό λαό των Βησσών. Οι στολές της Βυσσιώτισσας είναι πολύ εντυπωσιακές. Τα παλιά σπίτια είναι κτισμένα με παραδοσιακό τρόπο. Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή καταγόταν από το Βοσνοχώρι, οι κάτοικοι του οποίου, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκαν το 1923 στο Αχυροχώρι, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Νέα Βύσσα. Είναι πατρίδα του Φιλικού Γιώργη Παπά (Κούρτογλου), ο οποίος εντάσσεται στους σπουδαιότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821.
Αναλυτικότερα η Νέα Βύσσα με πληθυσμό 2.844 κατοίκους (απογρ. 2001), βρίσκεται στις χαμηλές παρέβριες περιοχές και στο βορειοανατολικότερο πεδινό σημείο του νομού Έβρου, νότια από την παλιά ελληνική πόλη Αδριανούπολη (Ουσκουδάμα). Ο Πρόεδρος είναι ο μόνιμος κάτοικος του χωριού, Χαράλαμπος Τζεπκινλής.
Ο λαός της - όπως προκύπτει από τη μελέτη των ηθών και των εθίμων του, αλλά και της ψυχοσύνθεσής του - προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τον πανάρχαιο ισχυρότατο και πολεμικό λαό της Θράκης των Βησσών (ή Βέσσων), που κυριαρχούσε στην ίδια περιοχή και που όπως αναφέρει πρώτος ο Ηρόδοτος, ήταν φύλο του έθνους των Σατρών που με άδεια τους είχαν την επιμέλεια χρηστηρίου του Διονύσου. Οι Βησσοί ήταν λαός ατίθασος, πολεμικός και ληστρικός. Μέχρι το 183 π.Χ. αναφέρονται ως ο κυριότερος λαός της Θράκης.
Με το πέρασμα αιώνων και μετά από συνεχείς πολέμους με τους Ρωμαίους - στην κυριαρχία των οποίων τελικά υπάχθηκαν μετά την ήττα από το Λεύκιο Πίσσωνα το 11 μ.Χ. -περιορίσθηκαν πληθυσμιακά. Τον 4ο αι. μ.Χ. εκχριστιανίστηκαν, οπότε άρχισε να περιορίζεται και η παροιμιώδης αγριότητά τους.
Μέχρι τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας κανένας ιστορικός, γεωγράφος ή περιηγητής δεν αναφέρει την ύπαρξη της κωμόπολης. Στα χρόνια της τουρκικής κατοχής και μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας και της έλλειψης οποιωνδήποτε γραπτών στοιχείων, είναι αδύνατο να βρει κανείς στοιχεία για το ξεφύτρωμά του. Για να επιχειρήσουμε να βρούμε την αρχή της ίδρυσής της, πρέπει να στηριχτούμε σε γενικά δεδομένα και στην παράδοση, που έχει ανακατευτεί με πολλές φανταστικές αναφορές και έχει δημιουργήσει διάφορες εκδοχές. Την εποχή της τουρκοκρατίας λοιπόν, συναντούμε μια μικρή ομάδα οικογενειών που κατοικεί στο κέντρο της άλλοτε χώρας τους, σε μικρό οικισμό, 8 με 10 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά της Αδριανούπολης, στις παρυφές υψωμάτων με την ονομασία Παλάτι. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται νότια από τη συμβολή του ποταμού Έβρου με τον Τούντζα, σε ένα σημείο που το ποτάμι σχηματίζει ένα ημικύκλιο.
Πριν από τη μετακίνησή του είχε διαμορφωθεί σε μια κωμόπολη με δώδεκα συνοικίες. Τα σόια έμεναν συνήθως στην ίδια συνοικία. Οι δρόμοι της ήταν ίσιοι από την μια άκρη του χωριού έως την άλλη. Είχε τρεις πλατείες. Η μία ήταν στο βόρειο μέρος της κωμόπολης, κοντά στο ποτάμι και ονομαζόταν Καβάκα, γιατί υπήρχε εκεί ένα τεράστιο "καβάκι" (λεύκα). Σε αυτήν την πλατεία γίνονταν οι χοροί και τα γλέντια του καλοκαιριού. Η δεύτερη βρισκόταν νοτιότερα της Καβάκας, σε μια τούμπα (ύψωμα) που υπήρχε εκεί. Την έλεγαν Αμπάρα, γιατί εκεί βρισκόταν τα αμπάρια (αποθήκες), όπου έδιναν σαν φόρο στους Οθωμανούς. Η Τρίτη βρισκόταν δίπλα στους μύλους το Σιαντίδη, στο νοτιοανατολικό μέρος της κωμόπολης και ονομαζόταν η πλατεία των μύλων. Το σχολείο και η εκκλησία βρισκόντουσαν στο βόρειο μέρος της κωμόπολης, δίπλα στο ποτάμι και ανατολικά από την Καβάκα. Υπήρχαν δύο σχολικά κτίρια, ανάμεσα στα οποία ήταν χτισμένη η εκκλησία το Αγίου Γεωργίου. Ο οικισμός αυτός, επειδή διέτρεχε τον κίνδυνο του πλήρους αφανισμού, λόγω του ότι βρισκόταν υπό τη διαρκή απειλή ληστών αναγκάστηκε να μετοικήσει πλησιέστερα προς την Αδριανούπολη, όπου και περιορίζονταν οι κίνδυνοι. Ο τόπος στον οποίο εγκαταστάθηκαν οι λίγες αυτές οικογένειες ήταν Βόσνιοι αιχμάλωτοι. Σε αυτούς οι Τούρκοι είχαν επιβάλει την καταναγκαστική εργασία της μεταφοράς των λαφύρων από τη Βαλκανική Χερσόνησο προς το εσωτερικό της αυτοκρατορίας τους. Οι Βόσνιοι, κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης και της βοσκής των καμήλων έμεναν σε έναν πρόχειρο καταυλισμό που με τον καιρό ονομάστηκε Μπόσνα ("τόπος των Βοσνίων") (οι Τούρκοι το έλεγαν "Μποσνάκιοϊ"). Μετά τη μετοίκηση όμως των νέων κατοίκων, πήρε το όνομα Βοσνοχώριον. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η παραμονή των Βοσνίων ήταν βραχύχρονη και κατά συνέπεια δεν υπήρξε καμία αφομοίωση από τους ντόπιους ή επιμιξία. Βέβαια σαν αποτέλεσμα της διέλευσης των Βοσνίων από το μέρος εκείνο, έμεινε μόνο η ονομασία του οικισμού ως Βοσνοχώρι.
Οι νέοι κάτοικοι έχοντας απαλλαχθεί από τους επιδρομείς και από την τουρκική καταπίεση, επιδόθηκαν ολόψυχα σε ειρηνικές ασχολίες, όπως:στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη σηροτροφία, την αμπελουργία και την υφαντουργία. Η κωμόπολη τροφοδοτούσε την Αδριανούπολη με άφθονα λαχανικά και φρούτα, καθώς είχε πολλούς λαχανόκηπους και ήταν μόνο Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, χωρίς να υπάρχει κανείς αλλόφυλος. Κάθε μέρα με τα κάρα τους οι λαχανοπαραγωγοί έφερναν φρέσκα λαχανικά στην Αδριανούπολη, έχοντας πάντα μαζί τους και από 1-2 βοηθούς, είτε παιδιά τους, είτε παραγιούς. Σύντομα οργανώθηκαν σε μια λαμπρή κοινότητα (Δημογεροντία), η όποία αφού απέκτησε μεγάλη διοικητική ισχύ, κατόρθωνε να ιδρύει σχολεία και ναούς, να διορίζει δασκάλους, να αναζωπυρώνει την Εθνική Ιδέα, και όλα αυτά, ικανοποιώντας τεχνητά τα θελήματα των κατακτητών. Αν και έζησαν κάτω από δουλεία διατήρησαν αναλλοίωτες τις βασικές αρχές της ζωής τους, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Κοντινές πόλεις:
Συντεταγμένες:   41°35'0"N   26°32'16"E
Το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε τελευταία 4 έτη πριν